υδρολαίλαψ

υδρολαίλαψ
(-απος) ο дождь с ветром

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "υδρολαίλαψ" в других словарях:

  • δρόλαπας — ο και δρολάπι, το ραγδαία βροχή με παγωμένο άνεμο, ανεμοβρόχι, θύελλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δρολαιλάπι με απλολογία (πρβλ. αμφιφορεύς αμφορεύς) < *υδρολαιλάπιον, υποκορ. τού υδρολαίλαψ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»